- ουρί
- (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από τη νοτιοανατολική όχθη της λίμνης των Τεσσάρων Καντονίων, όπου συνέβη, σύμφωνα με τον θρύλο, το επεισόδιο του Γουλιέλμου Τέλλου, του εθνικού ήρωα της Ελβετίας. Η Ο. είναι, μαζί με το Σβυτς και το Ούντερβαλντεν, ένα από τα τρία καντόνια, που, αφού ενώθηκαν σε ομοσπονδία το 1291, αποτέλεσαν την αρχική Ελβετική Ομοσπονδία.
Συνορεύει με τα καντόνια Σβυτς στα Β, Γκλάρους και Γκράουμπυντεν στα Α, Τικίνου στα Ν, Βαλαί στα ΝΔ Βέρνης, Όμπβαλντεν και Νίντβαλντεν στα Δ. Τα σύνορα, κατά το μεγαλύτερο μέρος φυσικά, έχουν χαραχτεί στην υδροκριτική γραμμή που χωρίζει την πάνω λεκάνη του Ρόυς από τις όμορες λεκάνες.
Η Ο. είναι εντελώς αλπικό καντόνι και εκτείνεται από τον ορεινό όγκο του Αγίου Γοτθάρδου, προς τα Ν, έως τη λίμνη των Τεσσάρων Καντονίων προς τα Β. Στις παρυφές του υψώνονται κορυφές που ξεπερνούν τα 3.000 μ., όπως η Ντύσιστοκ (3.259 μ.), η Όμπεραλπστοκ (3.330 μ.), η Ντάμαστοκ (3.634 μ.) και η Τήρμπεργκ (3.443 μ.). Οι συγκοινωνίες με τα γειτονικά καντόνια εξασφαλίζονται προς τα Ν από τη σιδηροδρομική σήραγγα του Αγίου Γοτθάρδου, προς τα ΝΔ από τη δίοδο Φούρκα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.431 μ., και προς τα ΝΑ από τη Δίοδο Όμπεραλπ, που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.048 μ.
Η οικονομία του καντονίου βασίζεται στην τουριστική κίνηση, στη γεωργία (πατάτες, δημητριακά, φρούτα, κηπευτικά και κτηνοτροφές), στην κτηνοτροφία βοοειδών, στην εκμετάλλευση των δασών και στη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων και ξυλείας.
Άποψη της διάβασης Φούρμα στα σύνορα με το Βαλαί, στην κοιλάδα του Ούρσερεν, που τη διαρρέει ο ποταμός Ρόυς. Το ελβετικό αυτό καντόνι βρίσκεται ολόκληρο στην αλπική περιοχή.
Μέλη τυπικού παραδοσιακού συγκροτήματος του Αλπικού Ούρι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *τοάκλ. ωραία γυναίκα τού παραδείσου που σύμφωνα με τη μωαμεθανική θρησκεία προορίζεται για την τέρψη τών καλών μουσουλμάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. huri. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.